πέρλα

πέρλα
η, Ν
το μαργαριτάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. perlα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • περλίτης — Πέτρωμα που χαρακτηρίζεται όχι τόσο από τη χημική ή ορυκτολογική του σύσταση, όσο από τη δομή του κατά «μικρές σφαίρες» (πέρλες): η δομή του αυτή οφείλεται στη συστολή, λόγω ψύξης, όταν ακόμα η μάζα του είναι σε κατάσταση τήξης έτσι σχηματίστηκαν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”